- αμάδητος
- [амадитас] εκ. неощипанный,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
αμάδητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε μαδήθηκε: Το πουλί είναι αμάδητο. 2. αυτός που δεν εξαναγκάστηκε στην πληρωμή φουσκωμένου λογαριασμού ή σε άλλη μεγάλη δαπάνη: Από το φιλικό εκείνο ποκεράκι δεν έφυγε κανένας αμάδητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμάδητος — η, ο [μαδώ] 1. αυτός που δεν τόν μάδησαν 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν υποβλήθηκε σε υπερβολικές δαπάνες, από τον οποίο δεν τράβηξαν πολλά χρήματα 3. αυτός που δεν μαδιέται εύκολα, δεν τού παίρνεις εύκολα τα λεφτά του … Dictionary of Greek